χρεωφειλέτης

χρεωφειλέτης
και χρεοφειλέτης, ο, ΝΑ
πρόσωπο που έχει χρηματικές οφειλές, χρεώστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρέος/ χρεῖος + ὀφειλέτης. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χρεωφειλέτης — debtor masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρεωφειλέται — χρεωφειλέτης debtor masc nom/voc pl χρεωφειλέτᾱͅ , χρεωφειλέτης debtor masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρεωφειλετῶν — χρεωφειλέτης debtor masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρεωφειλέταις — χρεωφειλέτης debtor masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρεωφειλέτην — χρεωφειλέτης debtor masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρεωφειλέτου — χρεωφειλέτης debtor masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρεωφειλέτῃ — χρεωφειλέτης debtor masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρεωφειλέτας — χρεωφειλέτᾱς , χρεωφειλέτης debtor masc acc pl χρεωφειλέτᾱς , χρεωφειλέτης debtor masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επισαχθής — ἐπισαχθής, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «χρεωφειλέτης» …   Dictionary of Greek

  • χρειοφειλέτης — ὁ, Α ιων. τ. βλ. χρεωφειλέτης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”